Θέλω να πω κάτι για τις βίδες.
Οι βίδες είναι ταξιδιάρες ψυχές. Είναι ανήσυχα όντα. Δεν βολεύονται ρε παιδί μου σε ένα σημείο. Άπαξ και τις ξεβιδώσεις και τις απελευθερώσεις από τα δεσμά τους, πάει, έφυγαν. Ακούς απλά ένα «γκλιννν», «ωπ» λες «κάπου εδώ την άκουσα», πέφτεις στα τέσσερα, κοιτάς από ‘δω, ψάχνεις από ‘κει –
αλλά τζάμπα ψάχνεις. Δεν θα τη βρεις ποτέ. ΠΟΤΕ. ΝΟΜΟΣ.
Η βίδα που πέφτει χάνεται σε κάποια μαύρη τρύπα, που δεν τη βλέπει κανείς παρά μόνο η ίδια η βίδα. Λογικά υπάρχει κάποια σήραγγα που ρουφάει όλες τις βίδες που πέφτουν από τα χέρια και τα κατσαβίδια μας και στην άλλη πλευρά είναι όλες μαζεμένες σε κάποιο εξωτικό νησί και ζουν τη ζωή που πάντα ήθελαν να ζήσουν. Μια ζωή με τρέλα. Λα βίδα λόκα. Αράζουν στη σεζλόνγκ και λένε «Τώρα θα με ψάχνει ο μαλάκας, χεχεχε» και «δικέ μου ευτυχώς που την κοπανήσαμε, γιατί δεν άντεχα άλλο, μου την είχε βιδώσει».

Γι’ αυτόν το λόγο, έχουμε όλοι στο σπίτι μας κάποιο έπιπλο, κάποια συσκευή, κάτι οτιδήποτε με ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΑΒΙΔΩΤΗ. Εγώ π.χ. έχω το κουτί του υπολογιστή με 2 βίδες στο καπάκι από τις 4 που θα έπρεπε να υπάρχουν. Γιατί; Γιατί οι δύο κάποτε αφέθηκαν με στοργή και προδέρμ επάνω στο ΓΡΑΦΕΙΟ μου και μέσα σε μισή ώρα είχαν εξαφανιστεί.
Πραγματικά, είχαν γίνει κ α π ν ό ς.
Βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, με τόσο μίζερη ζωή που έχουν, κι εσύ θα ήθελες να το σκάσεις. Εγώ έχω σχεδόν φτάσει στο σημείο να τις συμπονώ – κάτι σαν φιλόζωος, αλλά με βίδες. Φιλόβιδος. Να τις απελευθερώσουμε βρε αδερφέ, να πάνε στην ευχή, στο διάλο, όπου θέλουν να πάνε. Θα τα κολλήσουμε όλα με σελοτέιπ.